Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πτοαλέος — α, ον, Α βλ. πτοιαλέος … Dictionary of Greek
πτοιαλέος — και πτοαλέος, α, ον, Α φοβισμένος, τρομαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτοία / πτόα «τρομάρα, φόβος» + επίθημα αλέος (πρβλ. θαρραλέος, κερδ αλέος)] … Dictionary of Greek